αλβανόφιλος

αλβανόφιλος
η, ον проалбанский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλβανόφιλος" в других словарях:

  • αλβανόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί τους Αλβανούς, που διάκειται φιλικά προς αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + φιλος < φίλος] …   Dictionary of Greek

  • Αλβανός — ο (Μ Ἀλβανὸς) (Ν θηλ. ίδα) ο κάτοικος τής Αλβανίας ή όποιος κατάγεται από εκεί. [ ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανίζω, αλβανικός, αλβανόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλβανόγλωσσος, αλβανοελληνικός, αλβανομαθής, αλβανόπαις, αλβανόφιλος, αλβανόφωνος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»